τη ρητής

τη ρητής
[тиритис] οοσ. а. блюститель, хранитель, наблюдатель.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τη ρητής" в других словарях:

  • ῥητῆς — ῥητός stated fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… …   Dictionary of Greek

  • δεδηλωμένης, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία ο σχηματισμός κυβέρνησης ανατίθεται στον αρχηγό του κόμματος που έχει τη δεδηλωμένη πλειοψηφία της βουλής. Την αρχή αυτή εισηγήθηκε το 1875 ο Χαρίλαος Τρικούπης με τον Λόγο του Θρόνου, που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»